αδάματος

αδάματος
ἀδάματος, -ον (Α) [δαμῶ]
1. ακατανίκητος, ακατάβλητος
2. (για γυναίκες) ανύπαντρη
3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀδάματος — unconquered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάματον — ἀδάματος unconquered masc/fem acc sg ἀδάματος unconquered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαμάτοις — ἀδάματος unconquered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάματ' — ἀδάματα , ἀδάματος unconquered neut nom/voc/acc pl ἀδάματε , ἀδάματος unconquered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”